- μώλωπες
- μώλωψmark of a stripemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μωλωπίζω — (ΑΜ μωλωπίζω) [μώλωψ] 1. χτυπώ κάποιον και τού προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία τού σώματός του 2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια αρχ. 1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
κεφαλόθλαστος — κεφαλόθλαστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ θλαστος, νευρό… … Dictionary of Greek
μωλωπάδες — μωλωπάδες, αἱ (Μ) μελανιές από χτύπημα, μώλωπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μώλωψ, ωπος + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαιν άς)] … Dictionary of Greek
μωλωπικός — μωλωπικός, ή, όν (Α) [μώλωψ] αυτός που το σώμα του είναι γεμάτο από μώλωπες, που έχει πολλές πληγές … Dictionary of Greek
μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προσόζω — Α 1. αναδίδω οσμή 2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ) 3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄζω «βρομάω»] … Dictionary of Greek
μώλωπας — ο κάκωση του δέρματος από χτύπημα, η μελανιά: Σώθηκε από το τρακάρισμα μόνο με μερικούς μώλωπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)